- ηγεμονισμός
- ο1. η τάση και η επιδίωξη ενός ατόμου για κηδεμόνευση και άσκηση ηγεμονικής κυριαρχίας πάνω σε άλλους2. διεθν. δίκ. η τάση ενός μεγάλου κράτους να ασκήσει αυταρχική εξουσία και πολιτική ηγεμονία σε άλλα κράτη ή και στην παγκόσμια πολιτική σκηνή3. (πολιτ.) η τάση και η επιθυμία μιας κοινωνικής ομάδας ή ενός κόμματος να μονοπωλεί την εξουσία και να κηδεμονεύει τη πολιτική ζωή μιας χώρας, προβάλλοντας ως de facto οδηγός στον πολιτικό, ιδεολογικό, στρατιωτικό τομέα κ.λπ.4. (φιλοσ.) θεωρία που προβάλλει τη στρατηγική τής ηγεμονίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hegemonisme (< ηγεμών, -όνος)].
Dictionary of Greek. 2013.